απεργία

απεργία
Μέσο συνδικαλιστικού διεκδικητικού αγώνα. Πρόκειται για πρόσκαιρη εγκατάλειψη της εργασίας, κατά τρόπο ομαδικό από μέρους των εργαζομένων, με σκοπό την προστασία των επαγγελματικών τους συμφερόντων. Κατά το πρώτο μισό του 19ου αι., η συλλογική αποχή από την εργασία χαρακτηριζόταν έγκλημα από τους ποινικούς νόμους όλων των χωρών, με μοναδική εξαίρεση τις ΗΠΑ. Στη Μεγάλη Βρετανία, έπειτα από την περιορισμένη αποδοχή ορισμένων διεκδικήσεων (σχετικά με τα ημερομίσθια και τις ώρες εργασίας), η α. έγινε αποδεκτή το 1825, αναγνωρίστηκε ευρύτατα ως νόμιμη (Trade Union Act) το 1871 και αργότερα κατοχυρώθηκε με σχετικό νόμο (Trade Disputes Act, 1906). Στη Γαλλία, το δικαίωμα της α. αναγνωρίστηκε με νόμο το 1864 και τα όρια μέσα στα οποία μπορούσε να ασκηθεί τα καθόρισε και τα διεύρυνε σχετικός νόμος του 1884. Στην Ιταλία, η αναγνώριση του δικαιώματος α. ανάγεται στον κώδικα Τσαναρντέλι του 1889, ο οποίος κατάργησε το αδίκημα του παράνομου συνεταιρισμού που προέβλεπαν οι προγενέστεροι ποινικοί νόμοι. Ανάλογη υπήρξε η εξέλιξη σε άλλες χώρες και σήμερα το δικαίωμα της α. έχει αναγνωριστεί από τις περισσότερες νομοθεσίες. Περιλαμβάνεται επίσης στις περί προστασίας των ατομικών και συλλογικών δικαιωμάτων διατάξεις πολλών σύγχρονων συνταγμάτων. Στην Ελλάδα, μέχρι την ψήφιση του συντάγματος του 1975, η α. δεν αναγνωριζόταν ρητά. Η αναγνώρισή της προέκυπτε έμμεσα από το γεγονός ότι απαγορευόταν στους υπαλλήλους του Δημοσίου και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου. Το δικτατορικό σύνταγμα του 1968 είχε και διάταξη που απαγόρευε την α., όταν ήταν πολιτική και ξένη, όπως αναφερόταν, στα υλικά ή ηθικά συμφέροντα των εργαζομένων. Το Σύνταγμα του 1975 κατοχυρώνει το δικαίωμα της α. στο μέρος που αναφέρεται στα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα, και ειδικότερα στο δικαίωμα της συνδικαλιστικής ελευθερίας. Η παράγραφος 2 του άρθρου 23 ορίζει ότι η α. «αποτελεί δικαίωμα, ασκείται δε υπό των νομίμως συνεστημένων συνδικαλιστικών οργανώσεων προς διαφύλαξιν και προαγωγήν των οικονομικών και εργασιακών εν γένει συμφερόντων των εργαζομένων». Στη συνέχεια, η ίδια διάταξη αναφέρεται στην απαγόρευση της α. για τους δικαστικούς λειτουργούς και τα όργανα των σωμάτων ασφαλείας, καθώς επίσης στους περιορισμούς που μπορούν με νόμο να επιβληθούν για τους άλλους δημοσίους υπαλλήλους, τους υπαλλήλους της τοπικής αυτοδιοίκησης, των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου καθώς και του προσωπικού των επιχειρήσεων δημοσίου χαρακτήρα ή κοινής ωφελείας, η λειτουργία των οποίων έχει ζωτική σημασία για την εξυπηρέτηση βασικών αναγκών του κοινωνικού συνόλου. Ορίζει, όμως, ότι οι περιορισμοί δεν μπορούν να φτάσουν μέχρι την κατάργηση του δικαιώματος της α. ή την παρακώλυση της νόμιμης άσκησής του. Οι περιορισμοί αναφέρονται κυρίως στα όργανα (φορείς και διαδικασίες για τη λήψη αποφάσεων σχετικά με την α.). Οι διαδικασίες αυτές αμφισβητήθηκαν από τις συνδικαλιστικές οργανώσεις. To άρθρο αυτό επαναλαμβάνεται στο σύνταγμα του 1986. Απεργιακή κινητοποίηση ναυτοθερμαστών στον Πειραιά, τον Απρίλιο του 1910.
* * *
η
η μαχητικότερη έκφραση των εργατικών αγώνων που στοχεύει στην κατάκτηση δικαιωμάτων από μέρους των εργαζομένων και στη διατήρηση τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απεργός. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Ελληνογαλλικό Λεξικό του Νικ. Κοντόπουλου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • απεργία — η 1. ομαδική αποχή από τη δουλειά εργατών ή υπαλλήλων με σκοπό την επιβολή αξιώσεων, την άσκηση πίεσης ή τη διαμαρτυρία για κάποιο μέτρο της επιχείρησης: Η απεργία των λιθογράφων κράτησε τρεις σχεδόν μήνες. 2. «λευκή απεργία», το να μην… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λευκή απεργία — Μορφή διεκδικητικού αγώνα των εργαζομένων κατά των εργοδοτών τους, συγγενής με την απεργία. Συνίσταται στο ότι ο εργαζόμενος εμφανίζεται μεν στον χώρο εργασίας του, αρνείται όμως να εργαστεί (ενώ στην καθαυτό απεργία δεν παρουσιάζεται καθόλου… …   Dictionary of Greek

  • πείνα — Η έλλειψη τροφής, λιμός. Η λήψη θρεπτικών ουσιών καταπραΰνει την π. Το ποσό των τροφίμων που απαιτείται για να κορεστεί η π. ποικίλλει ανάλογα με τα άτομα και το κλίμα. Απεργία π. λέγεται ιδιότυπο είδος απεργίας που χρησιμοποιήθηκε στους… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • απεργοσπάστης — ο (θηλ. στρια) 1. ο εργάτης ή ο υπάλληλος που σε καιρό απεργίας προσφέρεται ή ορίζεται από τον εργοδότη να αντικαταστήσει απεργό 2. εργάτης ή υπάλληλος που δεν μετέχει σε απεργία. [ΕΤΥΜΟΛ. < απεργία + σπάστης < σπω. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν …   Dictionary of Greek

  • αποκλεισμός — Όρος του διεθνούς δικαίου. Διακρίνεται σε ειρηνικό και πολεμικό α. Ο ειρηνικός συνίσταται στην παρεμπόδιση των πλοίων να προσεγγίσουν στα λιμάνια του κράτους στο οποίο επιβάλλεται, με σκοπό τη ματαίωση των εμπορικών του συναλλαγών, ώστε να… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Ιβάνοβο — (Ivanovo). Πόλη (451.000 κάτ. το 2002) της Ρωσίας στις όχθες του ποταμού Ουβόντ, πρωτεύουσα ομώνυμης επαρχίας (23.900 τ. χλμ., 1.167.000 κάτ.) στα ΒΑ της Μόσχας. Η πόλη χωρίζεται σε τρεις περιφέρειες. Το σημερινό Ι. δημιουργήθηκε το 1871 από τη… …   Dictionary of Greek

  • Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”